- εξαπηλιωτικός
- -ή, -όν ἐξαπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)απηλιωτικός, αυτός που προέρχεται από ή κατευθύνεται προς το μέρος τού απηλιώτη, τού ανατολικού ανέμου, ο ανατολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απ--ηλιωτ-ικός (< απηλιώτης «ανατολικός άνεμος», τ. που εμφανίζει ιωνική ψίλωση, αντί τού *αφηλιώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.